- μυροζίνη
- και μυροσίνη, ηχημ. ένζυμο τών σπερμάτων τής μουστάρδας και άλλων σταυρανθών που απελευθερώνει με υδρόλυση το χαρακτηριστικό άρωμά της.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myrosine < μύρον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μυρονικό οξύ — Οργανικό οξύ του τύπου C10H19NS2O10. Το κάλιο άλας του βρίσκεται στα σπέρματα του μαύρου σιναπιού και αποτελεί έναν γλυκοζίτη (συνιγρίτη ή μ. κάλιο) που μπορεί να διασπαστεί με την επίδραση ενός διαλυτού ενζύμου που βρίσκεται και αυτό στα… … Dictionary of Greek